- επιτάκτης
- ἐπιτάκτης, ό (AM) [επιτάσσω]μσν.αυτός που διατάσσει, ο επιτακτήραρχ.επιτακτικός, δεσποτικός (ως μετφρ. τού λατ. imperiosus).
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
ἐπιτάκτης — commander masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκται — ἐπιτάκτης commander masc nom/voc pl ἐπιτάκτᾱͅ , ἐπιτάκτης commander masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτακτῶν — ἐπιτάκτης commander masc gen pl ἐπιτακτός masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιτάκτην — ἐπιτάκτης commander masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιτακτικός — ή, ό (Α ἐπιτακτικός, ή, όν) [επιτάκτης] νεοελλ. 1. αυτός που γίνεται με εντολή 2. (συνταγμ. δίκ.) «επιτακτική εντολή» η εντολή από τους εκλογείς τής περιφερείας του σ’ έναν βουλευτή για να τούς αντιπροσωπεύει 3. αυτός που η εκτέλεση ή επίλυσή του … Dictionary of Greek
ἐπιτάκτου — ἐπίτακτος enjoined masc/fem/neut gen sg ἐπιτάκτης commander masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)